- περιπεταστόν
- περιπεταστόςspread roundmasc acc sgπεριπεταστόςspread roundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπεταστός — ή, όν, Α [περιπετάννυμι] 1. απλωμένος γύρω γύρω σε κάτι 2. φρ. «περιπεταστὸν φίλημα» φίλημα με ανοιχτά τα χείλη, φίλημα περιπαθές, λάγνο … Dictionary of Greek